Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπορεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εμπιστεύομαι
-
απαγορεύομαι
-
εμπλέκομαι
-
ερωτεύομαι
)
Συνώνυμα
εμπορεύω
εμπορεύομαι
εμπορεύομαι
3
Αντώνυμα
αγοράζω
αγοράζω
2
Ορισμός
να αγοράζω και να πουλάω αγαθά με σκοπό το κέρδος
να κάνω εμπόριο
να διακινούμαι στο εμπόριο
3
Παραδείγματα
Εμπορεύεται εισαγόμενα προϊόντα.
Ο πατέρας μου εμπορευόταν υφάσματα.
2