1. Λέξη
    εμπορεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εμπιστεύομαι - απαγορεύομαι - εμπλέκομαι - ερωτεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εμπορεύω
    • εμπορεύομαι
    • εμπορεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγοράζω
    • αγοράζω
    2
  4. Ορισμός
    • να αγοράζω και να πουλάω αγαθά με σκοπό το κέρδος
    • να κάνω εμπόριο
    • να διακινούμαι στο εμπόριο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Εμπορεύεται εισαγόμενα προϊόντα.
    • Ο πατέρας μου εμπορευόταν υφάσματα.
    2