1. Λέξη
    εμπιστεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εμπορεύομαι - ερωτεύομαι - εμπιστευθώ - εμπιστευτώ - εμπιστευτικό)
  2. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • βασίζομαι
    • πιστεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • δυσπιστώ
    • απιστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχεις πλήρη εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
    • Να βασίζεσαι σε κάποιον ή κάτι με βεβαιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εμπιστεύομαι τον φίλο μου να κρατήσει το μυστικό.
    • Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον που λέει ψέματα.
    2