1. Λέξη
    ερωτεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: εμπιστεύομαι - γεύομαι - εμπορεύομαι - υποπτεύομαι - ειδικεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αγαπώ
    • ελκύομαι
    • γοητεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποστρέφομαι
    • απεχθάνομαι
    • αδιαφορώ
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη έλξη ή αγάπη για κάποιον.
    • Εμπλέκομαι σε μια ρομαντική σχέση με κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έχω ερωτευτεί τη φίλη μου από την πρώτη στιγμή που την είδα.
    • Ερωτεύτηκα τον νέο μου γείτονα μετά από λίγες συναντήσεις.
    2