Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερωτεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εμπιστεύομαι
-
γεύομαι
-
εμπορεύομαι
-
υποπτεύομαι
-
ειδικεύομαι
)
Συνώνυμα
αγαπώ
ελκύομαι
γοητεύομαι
3
Αντώνυμα
αποστρέφομαι
απεχθάνομαι
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη έλξη ή αγάπη για κάποιον.
Εμπλέκομαι σε μια ρομαντική σχέση με κάποιον.
2
Παραδείγματα
Έχω ερωτευτεί τη φίλη μου από την πρώτη στιγμή που την είδα.
Ερωτεύτηκα τον νέο μου γείτονα μετά από λίγες συναντήσεις.
2