1. Λέξη
    ενισχυμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ενωμένος - ενισχυτής)
  2. Συνώνυμα
    • ενδυναμωμένος
    • επιτευμένος
    • ενισχυμένος
    • δυναμωμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποδυναμωμένος
    • αδυνατισμένος
    • εξασθενημένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει γίνει πιο δυνατός ή αποτελεσματικός
    • που έχει λάβει επιπλέον υποστήριξη ή ενίσχυση
    • που έχει βελτιωθεί σε ισχύ ή ποιότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ενισχυμένο υλικό χρησιμοποιείται σε κατασκευές που απαιτούν μεγάλη αντοχή.
    • Μετά την ενίσχυσή του, το πρόγραμμα έγινε πιο αποτελεσματικό.
    • Ο ενισχυμένος φάρος μπορεί να φτάσει σε μεγαλύτερη απόσταση.
    3