Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενισχυμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ενωμένος
-
ενισχυτής
)
Συνώνυμα
ενδυναμωμένος
επιτευμένος
ενισχυμένος
δυναμωμένος
4
Αντώνυμα
αποδυναμωμένος
αδυνατισμένος
εξασθενημένος
3
Ορισμός
που έχει γίνει πιο δυνατός ή αποτελεσματικός
που έχει λάβει επιπλέον υποστήριξη ή ενίσχυση
που έχει βελτιωθεί σε ισχύ ή ποιότητα
3
Παραδείγματα
Το ενισχυμένο υλικό χρησιμοποιείται σε κατασκευές που απαιτούν μεγάλη αντοχή.
Μετά την ενίσχυσή του, το πρόγραμμα έγινε πιο αποτελεσματικό.
Ο ενισχυμένος φάρος μπορεί να φτάσει σε μεγαλύτερη απόσταση.
3