Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενισχυτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενισχύω
-
ενισχυμένος
)
Συνώνυμα
ενισχυτικό
ενίσχυση
ενισχυτικό μέσο
3
Αντώνυμα
αποδυνάμωση
εξασθένηση
μείωση
3
Ορισμός
Συσκευή ή ουσία που αυξάνει την ισχύ, την ένταση ή την αποτελεσματικότητα κάποιου άλλου πράγματος.
Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ή να βελτιώσει μια κατάσταση ή μια ιδιότητα.
2
Παραδείγματα
Ο ηλεκτρικός ενισχυτής βοήθησε να αυξηθεί η ένταση του ήχου.
Η θρεπτική ουσία λειτουργεί ως ενισχυτής της αντοχής του οργανισμού.
2