1. Λέξη
    ενισχυτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενισχύω - ενισχυμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ενισχυτικό
    • ενίσχυση
    • ενισχυτικό μέσο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδυνάμωση
    • εξασθένηση
    • μείωση
    3
  4. Ορισμός
    • Συσκευή ή ουσία που αυξάνει την ισχύ, την ένταση ή την αποτελεσματικότητα κάποιου άλλου πράγματος.
    • Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ή να βελτιώσει μια κατάσταση ή μια ιδιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηλεκτρικός ενισχυτής βοήθησε να αυξηθεί η ένταση του ήχου.
    • Η θρεπτική ουσία λειτουργεί ως ενισχυτής της αντοχής του οργανισμού.
    2