Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενισχύω (ρήμα) - (παρόμοια:
ισχύω
-
ενισχυτής
)
Συνώνυμα
ενδυναμώνω
υποστηρίζω
ενισχύω
ενισχύω
ενισχύω
5
Αντώνυμα
αποδυναμώνω
αδυνατίζω
εξασθενίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι πιο δυνατό ή αποτελεσματικό.
Προσθέτω δύναμη ή υποστήριξη σε κάτι.
Βελτιώνω την ποιότητα ή την απόδοση.
3
Παραδείγματα
Οι νέες τεχνολογίες ενισχύουν την παραγωγικότητα.
Η κυβέρνηση ενίσχυσε τα μέτρα ασφάλειας.
Ο προπονητής ενίσχυσε την ομάδα με νέα μέλη.
3