1. Λέξη
    ενισχύω (ρήμα) - (παρόμοια: ισχύω - ενισχυτής)
  2. Συνώνυμα
    • ενδυναμώνω
    • υποστηρίζω
    • ενισχύω
    • ενισχύω
    • ενισχύω
    5
  3. Αντώνυμα
    • αποδυναμώνω
    • αδυνατίζω
    • εξασθενίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι πιο δυνατό ή αποτελεσματικό.
    • Προσθέτω δύναμη ή υποστήριξη σε κάτι.
    • Βελτιώνω την ποιότητα ή την απόδοση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι νέες τεχνολογίες ενισχύουν την παραγωγικότητα.
    • Η κυβέρνηση ενίσχυσε τα μέτρα ασφάλειας.
    • Ο προπονητής ενίσχυσε την ομάδα με νέα μέλη.
    3