1. Λέξη
    νοικιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: νοιάζω - ενοικιάζω - νοικιάζει - νοικιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • ενοικιάζω
    • μισθώνω
    • παίρνω ενοικίαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • πουλάω
    • πωλώ
    • εξοικειώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Πληρώνω ένα συμφωνημένο ποσό για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
    • Δίνω ένα ακίνητο ή αντικείμενο σε κάποιον για χρήση με αντάλλαγμα μια ορισμένη πληρωμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Νοικιάζω ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
    • Ο Γιάννης νοικιάζει το αυτοκίνητό του τα Σαββατοκύριακα.
    2