Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοικιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
νοιάζω
-
ενοικιάζω
-
νοικιάζει
-
νοικιάσω
)
Συνώνυμα
ενοικιάζω
μισθώνω
παίρνω ενοικίαση
3
Αντώνυμα
πουλάω
πωλώ
εξοικειώνω
3
Ορισμός
Πληρώνω ένα συμφωνημένο ποσό για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή αντικείμενο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Δίνω ένα ακίνητο ή αντικείμενο σε κάποιον για χρήση με αντάλλαγμα μια ορισμένη πληρωμή.
2
Παραδείγματα
Νοικιάζω ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
Ο Γιάννης νοικιάζει το αυτοκίνητό του τα Σαββατοκύριακα.
2