Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενοχοποιητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ενοχλητικός
-
ποιητικός
-
ενοχοποιώ
-
ικανοποιητικός
-
προειδοποιητικός
)
Συνώνυμα
κατηγορηματικός
καταδικαστικός
μνησικακός
3
Αντώνυμα
αθωωτικός
απολυτήριος
συγχωρητικός
3
Ορισμός
Που ενοχοποιεί κάποιον ή κάτι, που αποσκοπεί ή οδηγεί στην ενοχοποίηση.
Που δείχνει ή υποδηλώνει ενοχή.
2
Παραδείγματα
Οι ενοχοποιητικές ενδείξεις οδήγησαν στη σύλληψή του.
Η ενοχοποιητική του συμπεριφορά έδωσε στους αστυνομικούς αφορμή για περαιτέρω έρευνα.
2