Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενοχλητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ενοχοποιητικός
-
ενεργητικός
-
εξαντλητικός
-
αθλητικός
-
ενοχλώ
-
ενικός
-
ομιλητικός
-
κολλητικός
)
Συνώνυμα
ενοχλητικός
ενοχλητικός
ενοχλητικός
3
Αντώνυμα
ευχάριστος
ευχάριστος
ευχάριστος
3
Ορισμός
Που προκαλεί ενόχληση ή δυσφορία.
Που ενοχλεί ή ενοχλείται εύκολα.
Που δημιουργεί προβλήματα ή δυσκολίες.
3
Παραδείγματα
Ο θόρυβος από την κατασκευή ήταν πολύ ενοχλητικός.
Η συμπεριφορά του ήταν τόσο ενοχλητική που έπρεπε να φύγουμε.
Έχει μια ενοχλητική συνήθεια να διακόπτει τους άλλους.
3