1. Λέξη
    ενσωματωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ματωμένος - ενωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ενσωματωμένος
    • ενσωματωμένη
    • ενσωματωμένο
    • ενσωματωμένες
    • ενσωματωμένα
    5
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδεδεμένος
    • αποσυνδεδεμένη
    • αποσυνδεδεμένο
    • αποσυνδεδεμένες
    • αποσυνδεδεμένα
    5
  4. Ορισμός
    • Που έχει ενσωματωθεί σε κάτι άλλο.
    • Που έχει ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο σύστημα ή δομή.
    • Που έχει ενσωματωθεί σε ένα φυσικό ή ψηφιακό σύστημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ενσωματωμένο σύστημα ασφαλείας λειτουργεί αυτόματα.
    • Η ενσωματωμένη μνήμη του υπολογιστή είναι αρκετά μεγάλη.
    • Οι ενσωματωμένες τεχνολογίες διευκολύνουν την καθημερινή ζωή.
    3