Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενσωματωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ματωμένος
-
ενωμένος
)
Συνώνυμα
ενσωματωμένος
ενσωματωμένη
ενσωματωμένο
ενσωματωμένες
ενσωματωμένα
5
Αντώνυμα
αποσυνδεδεμένος
αποσυνδεδεμένη
αποσυνδεδεμένο
αποσυνδεδεμένες
αποσυνδεδεμένα
5
Ορισμός
Που έχει ενσωματωθεί σε κάτι άλλο.
Που έχει ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο σύστημα ή δομή.
Που έχει ενσωματωθεί σε ένα φυσικό ή ψηφιακό σύστημα.
3
Παραδείγματα
Το ενσωματωμένο σύστημα ασφαλείας λειτουργεί αυτόματα.
Η ενσωματωμένη μνήμη του υπολογιστή είναι αρκετά μεγάλη.
Οι ενσωματωμένες τεχνολογίες διευκολύνουν την καθημερινή ζωή.
3