Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ενσωματωμένος
-
μαζεμένος
-
μαγεμένος
-
μαστουρωμένος
-
αναστατωμένος
-
τσιτωμένος
-
τεντωμένος
-
μορφωμένος
-
φορτωμένος
-
χωμένος
-
χαριτωμένος
-
μεμονωμένος
-
μαυρισμένος
-
πιωμένος
-
ηνωμένος
-
ενωμένος
)
Συνώνυμα
αιματοβαμμένος
αιματώδης
αιματηρός
3
Αντώνυμα
καθαρός
αμόλυντος
άσπιλος
3
Ορισμός
Καλυμμένος ή λερωμένος με αίμα.
Που περιέχει ή σχετίζεται με μεγάλη βία ή θανάτους.
2
Παραδείγματα
Ο ποδοσφαιριστής επέστρεψε στο γήπεδο με ματωμένο μανίκι.
Η μάχη ήταν τόσο σφοδρή που άφησε το έδαφος ματωμένο.
2