1. Λέξη
    εντυπωσιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εντυπωσιαστώ - ενθουσιασμένος - εντυπωσιακή - εντυπωσιακός - εντυπωσιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • εξεπλάγην
    • καταπληγμένος
    • θαμβωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • απαθής
    • αμέτοχος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει προκαλέσει έντονη εντύπωση ή θαυμασμό
    • που έχει μείνει έκπληκτος ή εντυπωσιασμένος από κάτι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήμουν εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος.
    • Οι επισκέπτες έμειναν εντυπωσιασμένοι από την πολυτέλεια του ξενοδοχείου.
    2