Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντυπωσιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εντυπωσιαστώ
-
ενθουσιασμένος
-
εντυπωσιακή
-
εντυπωσιακός
-
εντυπωσιάζω
)
Συνώνυμα
εξεπλάγην
καταπληγμένος
θαμβωμένος
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
απαθής
αμέτοχος
3
Ορισμός
που έχει προκαλέσει έντονη εντύπωση ή θαυμασμό
που έχει μείνει έκπληκτος ή εντυπωσιασμένος από κάτι
2
Παραδείγματα
Ήμουν εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος.
Οι επισκέπτες έμειναν εντυπωσιασμένοι από την πολυτέλεια του ξενοδοχείου.
2