Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντυπωσιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εντυπωσιάζομαι
-
εντυπωσιακή
-
εντυπωσιακός
-
εντυπωσιαστώ
-
εντυπωσιασμένος
-
ενθουσιάζω
)
Συνώνυμα
εξιτάρω
εκπλήσσω
συγκινώ
3
Αντώνυμα
απογοητεύω
αψηφώ
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Προκαλώ έντονη εντύπωση ή θαυμασμό σε κάποιον.
Επηρεάζω βαθιά το συναίσθημα ή τη σκέψη κάποιου.
2
Παραδείγματα
Οι ικανότητές του στον χορό με εντυπωσίασαν.
Η ομιλία του εντυπωσίασε όλο το ακροατήριο.
2