1. Συνώνυμα
    • εξιτάρω
    • εκπλήσσω
    • συγκινώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • απογοητεύω
    • αψηφώ
    • αδιαφορώ
    3
  3. Ορισμός
    • Προκαλώ έντονη εντύπωση ή θαυμασμό σε κάποιον.
    • Επηρεάζω βαθιά το συναίσθημα ή τη σκέψη κάποιου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι ικανότητές του στον χορό με εντυπωσίασαν.
    • Η ομιλία του εντυπωσίασε όλο το ακροατήριο.
    2