1. Λέξη
    εντυπωσιακός (επίθετο) - (παρόμοια: εντυπωσιακή - εντυπωσιαστώ - εντυπωσιάζω - εντυπωσιασμένος - εντυπωσιάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετικός
    • εξωπραγματικός
    • καταπληκτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασήμαντος
    • αδιάφορος
    • συνηθισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί έντονη εντύπωση ή θαυμασμό.
    • Που ξεχωρίζει για την ομορφιά, τη μεγαλοπρέπεια ή την ποιότητά του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η θέα από την κορυφή του βουνού ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.
    • Η εντυπωσιακή απόδοσή του στην παράσταση έκανε όλους να τον επικροτούν.
    2