Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εντυπωσιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
εντυπωσιακή
-
εντυπωσιαστώ
-
εντυπωσιάζω
-
εντυπωσιασμένος
-
εντυπωσιάζομαι
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
εξωπραγματικός
καταπληκτικός
3
Αντώνυμα
ασήμαντος
αδιάφορος
συνηθισμένος
3
Ορισμός
Που προκαλεί έντονη εντύπωση ή θαυμασμό.
Που ξεχωρίζει για την ομορφιά, τη μεγαλοπρέπεια ή την ποιότητά του.
2
Παραδείγματα
Η θέα από την κορυφή του βουνού ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.
Η εντυπωσιακή απόδοσή του στην παράσταση έκανε όλους να τον επικροτούν.
2