1. Λέξη
    εξαίρετος (επίθετο) - (παρόμοια: εξαίρεση - ενάρετος - εξαίσιος)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετικός
    • υπέροχος
    • θαυμάσιος
    • εξαιρετικός
    • εξαιρετικής ποιότητας
    5
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • κατώτερος
    • μέτριος
    • συνηθισμένος
    • χάλια
    5
  4. Ορισμός
    • που ξεχωρίζει για την ποιότητα ή την αξία του
    • που είναι πολύ καλός ή εξαιρετικός
    • που υπερβαίνει τα συνηθισμένα ή τα αναμενόμενα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καφές σε αυτό το μαγαζί είναι πραγματικά εξαίρετος.
    • Η απόδοσή του στην δουλειά ήταν εξαίρετη.
    • Αυτό το εστιατόριο σερβίρει εξαίρετα φαγητά.
    3