Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπεξαίρεση
-
εξαίρετος
-
αίρεση
-
αφαίρεση
-
διαίρεση
-
εξεύρεση
)
Συνώνυμα
απαλλαγή
απαλοιφή
αποκλεισμός
3
Αντώνυμα
κανονικότητα
συνηθισμένο
κανόνας
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αφαιρείται κάποιος ή κάτι από μια γενικότερη κατηγορία ή ομάδα.
Μια περίπτωση που δεν υπακούει στους γενικούς κανόνες ή νόμους.
2
Παραδείγματα
Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για όλους τους φοιτητές.
Αυτή η περίπτωση αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα.
2