Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαγορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξαγοράσω
-
εξαγοράζω
-
αγορά
)
Συνώνυμα
αγορά
προμήθεια
πώληση
συναλλαγή
4
Αντώνυμα
πώληση
εκποίηση
διάθεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να αγοράζει κάποιος κάτι, η απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών με αντάλλαγμα χρήματα.
Στη νομική, η αγορά ακινήτου ή άλλης περιουσίας.
2
Παραδείγματα
Η εξαγορά του σπιτιού ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Η εταιρεία ανακοίνωσε την εξαγορά μιας μικρότερης ανταγωνίστριας.
2