Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαγοράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαγορά
-
εξαγοράσω
-
αγοράζω
)
Συνώνυμα
αγοράζω
ανακτώ
λυτρώνω
3
Αντώνυμα
πουλάω
πωλώ
εξαρτώ
3
Ορισμός
Να αγοράζω κάτι, συνήθως με υψηλό κόστος ή με ιδιαίτερες συνθήκες.
Να απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από μια κατάσταση, ιδιαίτερα με την πληρωμή χρημάτων.
2
Παραδείγματα
Ο επιχειρηματίας εξαγόρασε όλα τα διαθέσιμα τετράγωνα για να χτίσει το νέο εμπορικό κέντρο.
Η οικογένεια εξαγόρασε τον αιχμάλωτο μετά από πολλές διαπραγματεύσεις.
2