1. Λέξη
    εξαγοράζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξαγορά - εξαγοράσω - αγοράζω)
  2. Συνώνυμα
    • αγοράζω
    • ανακτώ
    • λυτρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πουλάω
    • πωλώ
    • εξαρτώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αγοράζω κάτι, συνήθως με υψηλό κόστος ή με ιδιαίτερες συνθήκες.
    • Να απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από μια κατάσταση, ιδιαίτερα με την πληρωμή χρημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επιχειρηματίας εξαγόρασε όλα τα διαθέσιμα τετράγωνα για να χτίσει το νέο εμπορικό κέντρο.
    • Η οικογένεια εξαγόρασε τον αιχμάλωτο μετά από πολλές διαπραγματεύσεις.
    2