1. Λέξη
    εξαγοράσω (ρήμα) - (παρόμοια: εξαγορά - εξαγοράζω - αγοράσω)
  2. Συνώνυμα
    • αγοράζω
    • αποκτώ
    • προμηθεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • πωλώ
    • ξεπουλώ
    • διαθέτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αποκτώ την κυριότητα ενός αντικειμένου ή υπηρεσίας με αντάλλαγμα χρήματα ή άλλη αξία.
    • Να εξασφαλίζω κάτι μέσω αγοράς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα εξαγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο τον επόμενο μήνα.
    • Η εταιρεία αποφάσισε να εξαγοράσει τον ανταγωνιστή της.
    2