Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαγοράσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαγορά
-
εξαγοράζω
-
αγοράσω
)
Συνώνυμα
αγοράζω
αποκτώ
προμηθεύομαι
3
Αντώνυμα
πωλώ
ξεπουλώ
διαθέτω
3
Ορισμός
Να αποκτώ την κυριότητα ενός αντικειμένου ή υπηρεσίας με αντάλλαγμα χρήματα ή άλλη αξία.
Να εξασφαλίζω κάτι μέσω αγοράς.
2
Παραδείγματα
Θα εξαγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο τον επόμενο μήνα.
Η εταιρεία αποφάσισε να εξαγοράσει τον ανταγωνιστή της.
2