Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξακολουθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επακολουθώ
-
ακολουθώ
-
παρακολουθώ
)
Συνώνυμα
συνεχίζω
προχωρώ
επαναλαμβάνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτω
τερματίζω
3
Ορισμός
Να συνεχίζω κάτι που είχα αρχίσει.
Να κάνω κάτι συνεχώς ή επανειλημμένα.
2
Παραδείγματα
Εξακολουθώ να διαβάζω κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.
Παρόλο τις δυσκολίες, εξακολουθούσε να προσπαθεί.
2