Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακολουθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακολουθήσω
-
παρακολουθούμαι
-
ακολουθώ
-
παρακολούθησέ
-
παρακολούθηση
-
επακολουθώ
-
εξακολουθώ
-
παρακουώ
)
Συνώνυμα
ακολουθώ
παρατηρώ
ελέγχω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Να ακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, συχνά με σκοπό την παρατήρηση ή την καταγραφή των ενεργειών του.
Να παρακολουθώ μια διαδικασία ή μια εξέλιξη για να παραμείνω ενημερωμένος.
2
Παραδείγματα
Παρακολουθώ τα νέα κάθε μέρα για να είμαι ενημερωμένος.
Ο δάσκαλος παρακολουθεί την πρόοδο των μαθητών του.
2