1. Λέξη
    εξαντλούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: εξασκούμαι - εξαντλώ - εξηγούμαι - εκτελούμαι - ενοχλούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κουράζομαι
    • εξουθενώνομαι
    • σταματώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναζωογονούμαι
    • ενδυναμώνομαι
    • ανακτώ τις δυνάμεις μου
    3
  4. Ορισμός
    • Να χάνω τις δυνάμεις μου, να κουράζομαι πολύ.
    • Να μην έχω πια τη δυνατότητα να συνεχίσω κάτι λόγω κόπωσης ή έλλειψης πόρων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από δέκα ώρες δουλειάς, εξαντλήθηκα τελείως.
    • Οι πηγές μας εξαντλήθηκαν και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το έργο.
    2