Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαντλούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εξασκούμαι
-
εξαντλώ
-
εξηγούμαι
-
εκτελούμαι
-
ενοχλούμαι
)
Συνώνυμα
κουράζομαι
εξουθενώνομαι
σταματώ
3
Αντώνυμα
αναζωογονούμαι
ενδυναμώνομαι
ανακτώ τις δυνάμεις μου
3
Ορισμός
Να χάνω τις δυνάμεις μου, να κουράζομαι πολύ.
Να μην έχω πια τη δυνατότητα να συνεχίσω κάτι λόγω κόπωσης ή έλλειψης πόρων.
2
Παραδείγματα
Μετά από δέκα ώρες δουλειάς, εξαντλήθηκα τελείως.
Οι πηγές μας εξαντλήθηκαν και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το έργο.
2