1. Συνώνυμα
    • εξηγώ
    • διευκρινίζω
    • αποσαφηνίζω
    • εξηγώ αναλυτικά
    4
  2. Αντώνυμα
    • σαμποτάρω
    • μπερδεύω
    • δυσκολεύω
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σαφές ή κατανοητό, παρέχοντας λεπτομέρειες ή αιτίες.
    • Εξηγώ με λόγια ή με άλλο τρόπο τη σημασία ή τη λειτουργία κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί έπρεπε να φύγουμε νωρίς.
    • Ο δάσκαλος εξηγεί το νέο κεφάλαιο στους μαθητές.
    2