Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξηγούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ηγούμαι
-
διηγούμαι
-
οδηγούμαι
-
εξομολογούμαι
-
προηγούμαι
-
χορηγούμαι
-
εξασκούμαι
-
εξαντλούμαι
)
Συνώνυμα
εξηγώ
διευκρινίζω
αποσαφηνίζω
εξηγώ αναλυτικά
4
Αντώνυμα
σαμποτάρω
μπερδεύω
δυσκολεύω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σαφές ή κατανοητό, παρέχοντας λεπτομέρειες ή αιτίες.
Εξηγώ με λόγια ή με άλλο τρόπο τη σημασία ή τη λειτουργία κάτι.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί έπρεπε να φύγουμε νωρίς.
Ο δάσκαλος εξηγεί το νέο κεφάλαιο στους μαθητές.
2