1. Λέξη
    εξαπάτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταπάτηση - εξάρτηση)
  2. Συνώνυμα
    • απάτη
    • δολιότητα
    • πλάνη
    • ψεύδος
    • προσποίηση
    5
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρίνεια
    • τιμιότητα
    • ευθύτητα
    • αλήθεια
    • ειλικρίνεια
    5
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της εξαπάτησης, δηλαδή της παραπλάνησης ή της αθέμιτης πλάνης κάποιου με σκοπό το προσωπικό όφελος.
    • Η κατάσταση όπου κάποιος παραπλανάται ή απατάται.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξαπάτηση του πελάτη από τον έμπορο ήταν εμφανής.
    • Με εξαπάτηση κατάφερε να τον κάνει να υπογράψει τη συμφωνία.
    2