Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαπάτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταπάτηση
-
εξάρτηση
)
Συνώνυμα
απάτη
δολιότητα
πλάνη
ψεύδος
προσποίηση
5
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
τιμιότητα
ευθύτητα
αλήθεια
ειλικρίνεια
5
Ορισμός
Η πράξη της εξαπάτησης, δηλαδή της παραπλάνησης ή της αθέμιτης πλάνης κάποιου με σκοπό το προσωπικό όφελος.
Η κατάσταση όπου κάποιος παραπλανάται ή απατάται.
2
Παραδείγματα
Η εξαπάτηση του πελάτη από τον έμπορο ήταν εμφανής.
Με εξαπάτηση κατάφερε να τον κάνει να υπογράψει τη συμφωνία.
2