Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαρτάται (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαρτώμαι
-
εξαρτώ
-
εξαρτηθώ
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
βασίζομαι
εξαρτώμαι από
3
Αντώνυμα
ανεξαρτητοποιούμαι
αποσυνδέομαι
2
Ορισμός
Εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι για υποστήριξη, βοήθεια ή επιβίωση.
Βρίσκομαι σε κατάσταση που η ύπαρξη ή η λειτουργία μου εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες.
2
Παραδείγματα
Η επιτυχία του έργου εξαρτάται από τη συνεργασία όλων.
Η απόφασή μου εξαρτάται από το τι θα μου πεις.
2