1. Λέξη
    εξαρτώμαι (ρήμα) - (παρόμοια: εξαρτώ - εξαρτάται - εξαρτηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • εξαρτάμαι
    • βασίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξαρτητοποιούμαι
    • αποκτώ ανεξαρτησία
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω ανάγκη κάποιον ή κάτι για να λειτουργήσω ή να επιβιώσω.
    • Να μην είμαι αυτόνομος, αλλά να βασίζομαι σε εξωτερικούς παράγοντες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εξαρτώμαι από τους γονείς μου οικονομικά.
    • Η επιχείρηση εξαρτάται από τους πελάτες της για να επιβιώσει.
    2