1. Λέξη
    εξελικτικός (επίθετο) - (παρόμοια: εξευτελιστικός - εξωτικός - εκρηκτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξελισσόμενος
    • αναπτυξιακός
    • προοδευτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • στατικός
    • αμετάβλητος
    • αναλλοίωτος
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την εξέλιξη ή προέρχεται από αυτή
    • που χαρακτηρίζεται από σταδιακή αλλαγή ή ανάπτυξη
    • που βασίζεται ή εμπνέεται από τη θεωρία της εξέλιξης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη φύση.
    • Οι εξελικτικές αλλαγές στον οργανισμό μπορεί να διαρκέσουν πολλές γενιές.
    • Η εξελικτική ψυχολογία μελετά τη συμπεριφορά του ανθρώπου υπό το πρίσμα της εξέλιξης.
    3