Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξελικτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξευτελιστικός
-
εξωτικός
-
εκρηκτικός
)
Συνώνυμα
εξελισσόμενος
αναπτυξιακός
προοδευτικός
3
Αντώνυμα
στατικός
αμετάβλητος
αναλλοίωτος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με την εξέλιξη ή προέρχεται από αυτή
που χαρακτηρίζεται από σταδιακή αλλαγή ή ανάπτυξη
που βασίζεται ή εμπνέεται από τη θεωρία της εξέλιξης
3
Παραδείγματα
Η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη φύση.
Οι εξελικτικές αλλαγές στον οργανισμό μπορεί να διαρκέσουν πολλές γενιές.
Η εξελικτική ψυχολογία μελετά τη συμπεριφορά του ανθρώπου υπό το πρίσμα της εξέλιξης.
3