1. Λέξη
    εξερευνητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ερευνητής - εξερευνώ)
  2. Συνώνυμα
    • εξερευνητής
    • εξερευνητής
    • εξερευνητής
    • εξερευνητής
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδρανής
    • ακίνητος
    • αμετάβλητος
    3
  4. Ορισμός
    • Ο εξερευνητής είναι ένα άτομο που ταξιδεύει σε άγνωστες περιοχές για να ανακαλύψει νέα πράγματα.
    • Ο εξερευνητής μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που διερευνά νέες ιδέες ή έννοιες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξερευνητής Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική.
    • Ο επιστήμονας ήταν ένας εξερευνητής στον τομέα της βιολογίας.
    2