1. Λέξη
    εξερευνώ (ρήμα) - (παρόμοια: ερευνώ - εξερευνητής)
  2. Συνώνυμα
    • διερευνώ
    • ανακαλύπτω
    • εξετάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    • αμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να εξετάζω ή να διερευνώ κάτι με προσοχή και λεπτομέρεια.
    • Να ταξιδεύω σε άγνωστες περιοχές για να τις μελετήσω ή να τις γνωρίσω.
    • Να ανακαλύπτω ή να μαθαίνω κάτι νέο μέσω έρευνας ή πειραματισμού.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι επιστήμονες εξερευνούν τα μυστικά του σύμπαντος.
    • Θέλω να εξερευνήσω νέες κουλτούρες και τρόπους ζωής.
    • Τα παιδιά εξερευνούν τον κήπο, ανακαλύπτοντας νέα φυτά και έντομα.
    3