Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξερευνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ερευνώ
-
εξερευνητής
)
Συνώνυμα
διερευνώ
ανακαλύπτω
εξετάζω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αμελώ
3
Ορισμός
Να εξετάζω ή να διερευνώ κάτι με προσοχή και λεπτομέρεια.
Να ταξιδεύω σε άγνωστες περιοχές για να τις μελετήσω ή να τις γνωρίσω.
Να ανακαλύπτω ή να μαθαίνω κάτι νέο μέσω έρευνας ή πειραματισμού.
3
Παραδείγματα
Οι επιστήμονες εξερευνούν τα μυστικά του σύμπαντος.
Θέλω να εξερευνήσω νέες κουλτούρες και τρόπους ζωής.
Τα παιδιά εξερευνούν τον κήπο, ανακαλύπτοντας νέα φυτά και έντομα.
3