Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερευνητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξερευνητής
-
ερευνητικός
-
ερευνώ
-
ερευνούν
)
Συνώνυμα
εξεταστής
διερευνητής
αναζητητής
ερευνών
4
Αντώνυμα
αγνοητής
αδιάφορος
2
Ορισμός
Ο άνθρωπος που ασχολείται με την έρευνα, που διερευνά ή εξετάζει κάτι.
Επιστήμονας που ασχολείται με την επιστημονική έρευνα.
2
Παραδείγματα
Ο ερευνητής μελέτησε τα στοιχεία για να βρει μια λύση.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα νέο είδος φυτού στην Αμαζονία.
2