1. Λέξη
    ερευνητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξερευνητής - ερευνητικός - ερευνώ - ερευνούν)
  2. Συνώνυμα
    • εξεταστής
    • διερευνητής
    • αναζητητής
    • ερευνών
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγνοητής
    • αδιάφορος
    2
  4. Ορισμός
    • Ο άνθρωπος που ασχολείται με την έρευνα, που διερευνά ή εξετάζει κάτι.
    • Επιστήμονας που ασχολείται με την επιστημονική έρευνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ερευνητής μελέτησε τα στοιχεία για να βρει μια λύση.
    • Οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα νέο είδος φυτού στην Αμαζονία.
    2