Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερευνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξερευνώ
-
ερευνούν
-
ερευνούμε
-
ερευνητής
-
ερευνητικός
)
Συνώνυμα
διερευνώ
εξετάζω
μελετώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Να διεξάγω συστηματική έρευνα ή μελέτη για να ανακαλύψω ή να επιβεβαιώσω γεγονότα.
Να ψάχνω ή να εξετάζω κάτι προσεκτικά.
2
Παραδείγματα
Ερευνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας για την εργασία μου.
Οι επιστήμονες ερευνούν νέες θεραπείες για την ασθένεια.
2