1. Λέξη
    ερευνώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξερευνώ - ερευνούν - ερευνούμε - ερευνητής - ερευνητικός)
  2. Συνώνυμα
    • διερευνώ
    • εξετάζω
    • μελετώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Να διεξάγω συστηματική έρευνα ή μελέτη για να ανακαλύψω ή να επιβεβαιώσω γεγονότα.
    • Να ψάχνω ή να εξετάζω κάτι προσεκτικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ερευνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας για την εργασία μου.
    • Οι επιστήμονες ερευνούν νέες θεραπείες για την ασθένεια.
    2