Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξιλεώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαπλώνομαι
-
ενώνομαι
)
Συνώνυμα
συγχωρούμαι
απαλλάσσομαι
λυτρώνομαι
3
Αντώνυμα
καταδικάζομαι
τιμωρούμαι
2
Ορισμός
να απαλλαγώ από την ενοχή ή την τιμωρία
να γίνω αποδεκτός ξανά μετά από κάποιο λάθος ή αμάρτημα
2
Παραδείγματα
Μετά από πολλές προσπάθειες, εξιλεώθηκε για τα λάθη του.
Η θυσία του εξιλέωσε την οικογένεια από τη ντροπή.
2