Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαπλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απλώνομαι
-
εξαπλώνεται
-
εκδηλώνομαι
-
εξιλεώνομαι
-
ενώνομαι
-
τυφλώνομαι
)
Συνώνυμα
απλώνομαι
εκτείνομαι
διαστέλλομαι
3
Αντώνυμα
συστέλλομαι
συγκεντρώνομαι
συμμαζεύομαι
3
Ορισμός
Να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή να εκτείνομαι σε διάστημα.
Να διαδίδομαι σε μεγάλη έκταση ή να γίνομαι ευρύτερα γνωστός.
2
Παραδείγματα
Ο καπνός από τη φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή.
Η είδηση για την επικείμενη καταιγίδα εξαπλώθηκε σε όλο το χωριό.
2