1. Λέξη
    εξαπλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: απλώνομαι - εξαπλώνεται - εκδηλώνομαι - εξιλεώνομαι - ενώνομαι - τυφλώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • απλώνομαι
    • εκτείνομαι
    • διαστέλλομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • συστέλλομαι
    • συγκεντρώνομαι
    • συμμαζεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή να εκτείνομαι σε διάστημα.
    • Να διαδίδομαι σε μεγάλη έκταση ή να γίνομαι ευρύτερα γνωστός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καπνός από τη φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή.
    • Η είδηση για την επικείμενη καταιγίδα εξαπλώθηκε σε όλο το χωριό.
    2