1. Λέξη
    εξονυχιστικός (επίθετο) - (παρόμοια: εξοργιστικός - εθιστικός - εγωιστικός - εξευτελιστικός - ερεθιστικός - εξωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτομερής
    • ακριβής
    • διεξοδικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφανειακός
    • αόριστος
    • ανακριβής
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από μεγάλη λεπτομέρεια και ακρίβεια.
    • Που γίνεται με πολύ προσεκτικό και ενδελεχή τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ερευνητής έκανε μια εξονυχιστική ανάλυση των στοιχείων.
    • Η εξονυχιστική μελέτη του θέματος αποκάλυψε νέα δεδομένα.
    2