Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξονυχιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξοργιστικός
-
εθιστικός
-
εγωιστικός
-
εξευτελιστικός
-
ερεθιστικός
-
εξωτικός
)
Συνώνυμα
λεπτομερής
ακριβής
διεξοδικός
3
Αντώνυμα
επιφανειακός
αόριστος
ανακριβής
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από μεγάλη λεπτομέρεια και ακρίβεια.
Που γίνεται με πολύ προσεκτικό και ενδελεχή τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο ερευνητής έκανε μια εξονυχιστική ανάλυση των στοιχείων.
Η εξονυχιστική μελέτη του θέματος αποκάλυψε νέα δεδομένα.
2