Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερεθιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εθιστικός
-
εγωιστικός
-
ερευνητικός
-
ερωτικός
-
εξοργιστικός
-
οριστικός
-
ολιστικός
-
εργατικός
-
πειστικός
-
εξονυχιστικός
-
εκνευριστικός
-
λογιστικός
-
ναζιστικός
-
ελκυστικός
-
σεξιστικός
-
χαριστικός
)
Συνώνυμα
προκλητικός
ενοχλητικός
εκνευριστικός
3
Αντώνυμα
καταπραϋντικός
ηρεμιστικός
χαλαρωτικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί ενοχλήσεις ή εκνευρισμό.
Που έχει την ιδιότητα να ερεθίζει ή να προκαλεί αντιδράσεις.
2
Παραδείγματα
Ο ερεθιστικός θόρυβος από τα αυτοκίνητα με έκανε να χάσω τη συγκέντρωσή μου.
Η ερεθιστική συμπεριφορά του συναδέλφου δημιούργησε ένταση στο γραφείο.
2