Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ουσία
-
εξουσιάζω
-
λουσία
-
εξορία
)
Συνώνυμα
δύναμη
επιρροή
κυριαρχία
3
Αντώνυμα
αδυναμία
υποταγή
αποτυχία
3
Ορισμός
Η ικανότητα ή το δικαίωμα να ελέγχεις ανθρώπους ή πράγματα.
Η νομική ή επίσημη ικανότητα να εκτελείς συγκεκριμένες ενέργειες.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση έχει την εξουσία να ψηφίζει νόμους.
Ο διευθυντής χρησιμοποίησε την εξουσία του για να λύσει το πρόβλημα.
2