1. Λέξη
    εξουσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ουσία - εξουσιάζω - λουσία - εξορία)
  2. Συνώνυμα
    • δύναμη
    • επιρροή
    • κυριαρχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδυναμία
    • υποταγή
    • αποτυχία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα ή το δικαίωμα να ελέγχεις ανθρώπους ή πράγματα.
    • Η νομική ή επίσημη ικανότητα να εκτελείς συγκεκριμένες ενέργειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυβέρνηση έχει την εξουσία να ψηφίζει νόμους.
    • Ο διευθυντής χρησιμοποίησε την εξουσία του για να λύσει το πρόβλημα.
    2