1. Λέξη
    εξορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξορίζω - εφορία - ενορία - εμπορία - ευφορία - εξουσία)
  2. Συνώνυμα
    • αποδημία
    • προσφυγιά
    • εξορκισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιστροφή
    • παλιννόστηση
    • κατοικία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος αναγκάζεται να ζει μακριά από την πατρίδα του, συνήθως ως ποινή ή λόγω πολιτικών συνθηκών.
    • Η εκούσια ή αναγκαστική παραμονή σε ξένο τόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποιητής έγραψε πολλά έργα κατά τη διάρκεια της εξορίας του.
    • Η εξορία του βασιλιά διήρκεσε δέκα χρόνια.
    2