Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξορίζω
-
εφορία
-
ενορία
-
εμπορία
-
ευφορία
-
εξουσία
)
Συνώνυμα
αποδημία
προσφυγιά
εξορκισμός
3
Αντώνυμα
επιστροφή
παλιννόστηση
κατοικία
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος αναγκάζεται να ζει μακριά από την πατρίδα του, συνήθως ως ποινή ή λόγω πολιτικών συνθηκών.
Η εκούσια ή αναγκαστική παραμονή σε ξένο τόπο.
2
Παραδείγματα
Ο ποιητής έγραψε πολλά έργα κατά τη διάρκεια της εξορίας του.
Η εξορία του βασιλιά διήρκεσε δέκα χρόνια.
2