1. Λέξη
    εξουσιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ενθουσιάζω - απουσιάζω - παρουσιάζω - θυσιάζω - εξουσία - εξουσιοδοτώ)
  2. Συνώνυμα
    • κυριαρχώ
    • κυβερνώ
    • εξουσιαστικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποτάσσομαι
    • υποκύπτω
    • υπακούω
    3
  4. Ορισμός
    • Έχω την εξουσία ή την ικανότητα να ελέγχω κάποιον ή κάτι.
    • Ασκώ εξουσία με αυταρχικό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βασιλιάς εξουσίαζε με σιδερένια γροθιά.
    • Η επιθυμία του να εξουσιάζει τον οδήγησε σε πολλές αντιδράσεις.
    2