Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουσιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ενθουσιάζω
-
απουσιάζω
-
παρουσιάζω
-
θυσιάζω
-
εξουσία
-
εξουσιοδοτώ
)
Συνώνυμα
κυριαρχώ
κυβερνώ
εξουσιαστικά
3
Αντώνυμα
υποτάσσομαι
υποκύπτω
υπακούω
3
Ορισμός
Έχω την εξουσία ή την ικανότητα να ελέγχω κάποιον ή κάτι.
Ασκώ εξουσία με αυταρχικό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς εξουσίαζε με σιδερένια γροθιά.
Η επιθυμία του να εξουσιάζει τον οδήγησε σε πολλές αντιδράσεις.
2