1. Λέξη
    εξουσιοδοτώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξουσιοδοτημένος - εξουσιοδότηση - εξουσιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • επιτρέπω
    • εγκρίνω
    • εξουσιοδοτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορεύω
    • απαξιώνω
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω σε κάποιον την εξουσία ή το δικαίωμα να κάνει κάτι.
    • Να επιτρέπω επίσημα μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διευθυντής εξουσιοδότησε τον υπάλληλο να υπογράψει τη συμφωνία.
    • Η κυβέρνηση εξουσιοδοτεί τις αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα.
    2