Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουσιοδοτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξουσιοδοτημένος
-
εξουσιοδότηση
-
εξουσιάζω
)
Συνώνυμα
επιτρέπω
εγκρίνω
εξουσιοδοτώ
3
Αντώνυμα
απαγορεύω
απαξιώνω
αρνούμαι
3
Ορισμός
Να δίνω σε κάποιον την εξουσία ή το δικαίωμα να κάνει κάτι.
Να επιτρέπω επίσημα μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Ο διευθυντής εξουσιοδότησε τον υπάλληλο να υπογράψει τη συμφωνία.
Η κυβέρνηση εξουσιοδοτεί τις αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα.
2