1. Λέξη
    εξουσιοδοτημένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξουσιοδοτώ - εξαρτημένος - εξεζητημένος)
  2. Συνώνυμα
    • επικυρωμένος
    • εγκεκριμένος
    • νομιμοποιημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορευμένος
    • αναξιόπιστος
    • μη εξουσιοδοτημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Όχει λάβει επίσημη άδεια ή εξουσία να κάνει κάτι.
    • Είναι νόμιμος ή αναγνωρισμένος από την αρμόδια αρχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος υπέγραψε τη συμφωνία.
    • Μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό επιτρέπεται να εισέλθει στην περιοχή.
    2