Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξουσιοδοτημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξουσιοδοτώ
-
εξαρτημένος
-
εξεζητημένος
)
Συνώνυμα
επικυρωμένος
εγκεκριμένος
νομιμοποιημένος
3
Αντώνυμα
απαγορευμένος
αναξιόπιστος
μη εξουσιοδοτημένος
3
Ορισμός
Όχει λάβει επίσημη άδεια ή εξουσία να κάνει κάτι.
Είναι νόμιμος ή αναγνωρισμένος από την αρμόδια αρχή.
2
Παραδείγματα
Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος υπέγραψε τη συμφωνία.
Μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό επιτρέπεται να εισέλθει στην περιοχή.
2