1. Λέξη
    εξοχότατος (επίθετο) - (παρόμοια: εξοχότατε - εξοχότης - εξοχότητα)
  2. Συνώνυμα
    • άριστος
    • εξαιρετικός
    • υπέροχος
    • εξαίσιος
    4
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • απαίσιος
    • χάλια
    • άθλιος
    4
  4. Ορισμός
    • Πολύ καλός, που ξεχωρίζει για την υψηλή του ποιότητα ή αξία.
    • Ανώτατος σε βαθμό ή θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξοχότατος καφές αυτού του μαγαζιού είναι γνωστός σε όλη την πόλη.
    • Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο εξοχότατος άξονας του κράτους.
    2