1. Λέξη
    εξοχότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξοχότης - εξοχότατε - εξοχότατος - ενότητα)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλειότητα
    • υψηλότητα
    • ανωτερότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινότητα
    • χαμηλότητα
    • κατωτερότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του εξοχού, η υψηλή θέση ή βαθμός.
    • Τίτλος που απονέμεται σε ανώτερους αξιωματούχους ή ευγενείς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Εξοχότητά του ο πρέσβης έδωσε δεξίωση προς τιμήν της εθνικής επετείου.
    • Οι παρευρισκόμενοι χαιρέτησαν με σεβασμό την Εξοχότητά του.
    2