1. Λέξη
    εξοχότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξοχότητα - εξοχότατε - εξοχότατος - εξοχή)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλείο
    • υπερηφάνεια
    • μεγαλοπρέπεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινότητα
    • ασχήμια
    • φτώχεια
    3
  4. Ορισμός
    • η ιδιότητα του εξοχικού, η μεγαλοπρέπεια
    • η υπερηφάνεια και η αίγλη που εκπέμπει κάποιος ή κάτι
    • η υψηλή ποιότητα ή αξία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εξοχότης του παλατιού έκανε τους επισκέπτες να νιώθουν μικροί.
    • Η εξοχότης της συμπεριφοράς του τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους.
    • Η εξοχότης του έργου τέχνης ήταν αδιαμφισβήτητη.
    3