Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξωσυζυγικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συζυγικός
-
εξωτικός
)
Συνώνυμα
εκτός συζύγου
εκτός γάμου
2
Αντώνυμα
ενδοσυζυγικός
εντός γάμου
2
Ορισμός
που γίνεται ή υπάρχει έξω από τον γάμο ή τη συζυγική σχέση
που αναφέρεται σε σχέσεις ή πράξεις που γίνονται χωρίς τη συγκατάθεση ή τη γνώση του συζύγου
2
Παραδείγματα
Η εξωσυζυγική σχέση προκάλεσε προβλήματα στο γάμο τους.
Οι εξωσυζυγικές υποχρεώσεις μερικές φορές δημιουργούν οικονομικές δυσκολίες.
2