Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συζυγικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξωσυζυγικός
-
συλλογικός
)
Συνώνυμα
συζευκτικός
συνδυαστικός
ενωτικός
3
Αντώνυμα
αποσυνδετικός
διαχωριστικός
ασύνδετος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τη σύζευξη ή τη σύνδεση
που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ συζύγων
που συνδέει ή ενώνει διαφορετικά στοιχεία
3
Παραδείγματα
Η συζυγική τους σχέση ήταν αρμονική και ισορροπημένη.
Οι συζυγικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν αμοιβαίο σεβασμό και υποστήριξη.
Η συζυγική πολιτική της εταιρείας στοχεύει στη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων.
3