Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξωτερικό (επίθετο) - (παρόμοια:
εξωτερικός
-
εσωτερικό
-
εσωτερικός
-
εξωτικός
)
Συνώνυμα
ξένο
αλλοδαπό
διεθνές
3
Αντώνυμα
εσωτερικό
εντός
τοπικό
3
Ορισμός
Αυτό που βρίσκεται ή συμβαίνει έξω από ένα συγκεκριμένο χώρο ή περιοχή.
Αυτό που αφορά άλλες χώρες ή πολιτισμούς, σε αντίθεση με τον δικό μας.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία έχει επενδύσεις στο εξωτερικό.
Τα εξωτερικά γεγονότα επηρέασαν την πολιτική κατάσταση της χώρας.
2