Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εσωτερικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εσωτερικό
-
εξωτερικός
-
υστερικός
-
εξωτερικό
-
μερικός
)
Συνώνυμα
εντός
εσωκλειστικός
εσωτερικό
3
Αντώνυμα
εξωτερικός
εκτός
2
Ορισμός
Αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο εσωτερικό ενός χώρου ή ενός αντικειμένου.
Αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την ψυχή ή το πνεύμα ενός ανθρώπου.
2
Παραδείγματα
Η εσωτερική αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη λουλούδια.
Η εσωτερική του ζωή ήταν πολύ πλούσια και ενδιαφέρουσα.
2