1. Λέξη
    εσωτερικός (επίθετο) - (παρόμοια: εσωτερικό - εξωτερικός - υστερικός - εξωτερικό - μερικός)
  2. Συνώνυμα
    • εντός
    • εσωκλειστικός
    • εσωτερικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξωτερικός
    • εκτός
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο εσωτερικό ενός χώρου ή ενός αντικειμένου.
    • Αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την ψυχή ή το πνεύμα ενός ανθρώπου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εσωτερική αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη λουλούδια.
    • Η εσωτερική του ζωή ήταν πολύ πλούσια και ενδιαφέρουσα.
    2