1. Λέξη
    εξόριστος (επίθετο) - (παρόμοια: αόριστος - ευχάριστος - άριστος - ακαθόριστος - απεριόριστος)
  2. Συνώνυμα
    • εξορισμένος
    • αποκηρυγμένος
    • απομονωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενταγμένος
    • αποδεκτός
    • προσκολλημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει εξοριστεί ή έχει υποστεί εξορία.
    • Αυτός που απομακρύνεται ή απομονώνεται από την κοινωνία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολιτικός ήταν εξόριστος για πολλά χρόνια λόγω των πεποιθήσεών του.
    • Μετά τη σύγκρουση, ένιωθε εξόριστος από τους φίλους του.
    2