Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξόριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αόριστος
-
ευχάριστος
-
άριστος
-
ακαθόριστος
-
απεριόριστος
)
Συνώνυμα
εξορισμένος
αποκηρυγμένος
απομονωμένος
3
Αντώνυμα
ενταγμένος
αποδεκτός
προσκολλημένος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει εξοριστεί ή έχει υποστεί εξορία.
Αυτός που απομακρύνεται ή απομονώνεται από την κοινωνία.
2
Παραδείγματα
Ο πολιτικός ήταν εξόριστος για πολλά χρόνια λόγω των πεποιθήσεών του.
Μετά τη σύγκρουση, ένιωθε εξόριστος από τους φίλους του.
2