Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αόριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
ακαθόριστος
-
απεριόριστος
-
εξόριστος
-
αχώριστος
-
αγύριστος
-
αμέριστος
-
αχάριστος
-
άριστος
-
αόρατος
-
αντίχριστος
)
Συνώνυμα
αδιευκρίνιστος
ασαφής
απροσδιόριστος
3
Αντώνυμα
ορισμένος
συγκεκριμένος
καθορισμένος
3
Ορισμός
Που δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή δεν είναι ξεκάθαρος.
Που δεν έχει οριστεί ή δεν έχει λάβει τελική μορφή.
(στη γραμματική) Χρόνος του ρήματος που δηλώνει μια πράξη χωρίς να προσδιορίζει αν έχει ολοκληρωθεί.
3
Παραδείγματα
Ο χρόνος της συνάντησης είναι ακόμα αόριστος.
Έχει μια αόριστη ιδέα για το τι θέλει να κάνει στο μέλλον.
Στα ελληνικά, ο αόριστος χρόνος χρησιμοποιείται για να περιγράψει γενικές πράξεις.
3