1. Συνώνυμα
    • αδιευκρίνιστος
    • ασαφής
    • απροσδιόριστος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ορισμένος
    • συγκεκριμένος
    • καθορισμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή δεν είναι ξεκάθαρος.
    • Που δεν έχει οριστεί ή δεν έχει λάβει τελική μορφή.
    • (στη γραμματική) Χρόνος του ρήματος που δηλώνει μια πράξη χωρίς να προσδιορίζει αν έχει ολοκληρωθεί.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο χρόνος της συνάντησης είναι ακόμα αόριστος.
    • Έχει μια αόριστη ιδέα για το τι θέλει να κάνει στο μέλλον.
    • Στα ελληνικά, ο αόριστος χρόνος χρησιμοποιείται για να περιγράψει γενικές πράξεις.
    3