1. Λέξη
    απεριόριστος (επίθετο) - (παρόμοια: αόριστος - ακαθόριστος - εξόριστος - αχώριστος - αχάριστος - αγύριστος - αμέριστος)
  2. Συνώνυμα
    • αμέτρητος
    • αμέριμνος
    • απεριόριστος
    • απεριόριστος
    4
  3. Αντώνυμα
    • περιορισμένος
    • πεπερασμένος
    • ορισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς όρια ή περιορισμούς.
    • Πολύ μεγάλος σε ποσότητα ή έκταση.
    • Ανεξέλεγκτος ή χωρίς έλεγχο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η απεριόριστη φαντασία του συγγραφέα έδωσε ζωή σε μοναδικούς χαρακτήρες.
    • Ο απεριόριστος ουρανός έδινε την αίσθηση της αιωνιότητας.
    • Η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε απροσεξία.
    3