Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απεριόριστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αόριστος
-
ακαθόριστος
-
εξόριστος
-
αχώριστος
-
αχάριστος
-
αγύριστος
-
αμέριστος
)
Συνώνυμα
αμέτρητος
αμέριμνος
απεριόριστος
απεριόριστος
4
Αντώνυμα
περιορισμένος
πεπερασμένος
ορισμένος
3
Ορισμός
Χωρίς όρια ή περιορισμούς.
Πολύ μεγάλος σε ποσότητα ή έκταση.
Ανεξέλεγκτος ή χωρίς έλεγχο.
3
Παραδείγματα
Η απεριόριστη φαντασία του συγγραφέα έδωσε ζωή σε μοναδικούς χαρακτήρες.
Ο απεριόριστος ουρανός έδινε την αίσθηση της αιωνιότητας.
Η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε απροσεξία.
3